Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Αναμονή..

Καθόταν μπροστά από τον υπολογιστή του. Η μελωδία του πιάνου κατέκλυζε το δωμάτιο και του προσέφερε μια προσωρινή αίσθηση ολοκλήρωσης. Μοναδική του συντροφιά ο κέρσορας που αναβόσβηνε στην οθόνη, περιμένοντας τον να γράψει τα τελευταία του λόγια. Αισθανόταν το μπράντι να κατεβαίνει σιγά σιγά στον λαιμό του, καίγοντας κάθε κύτταρο που έβρισκε στη διαδρομή του. Κάθισε και σκέφτηκε: τι ακριβώς είχε γίνει χθες; Βγήκαν στην επιφάνεια πράγματά που δε περίμενε ποτέ ό,τι έκρυβε μέσα του. Ξεπερνώντας το γεγονός ό,τι εμπιστεύτηκε στο έπακρο άτομα που ουσιαστικά δε γνωρίζει, άρχισε να σκέφτεται. Και δε χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος μέχρι να αρχίσουν οι αναμνήσεις να κατακλύζουν το μυαλό του. Τις βόλτες που κάνανε μαζί, τα πράσινα μάτια της να τον κοιτάνε βαθιά μέσα στα δικά του.
«Έχετε νιώσει ποτέ πως δε χρειάζεστε τίποτα άλλο;»
Ναι, σκέφτηκε ο Ρίτσαρντ Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω εκείνη την ημέρα και τον τρόπο που ένιωσα; Το ήξερε βαθιά μέσα του πως ήταν ευλογημένος που είχε την ευκαιρία να δεθεί τόσο, να μετράει τα δευτερόλεπτα και τις στιγμές μέχρι την επόμενη φορά που θα ένιωθε το απαλό άγγιγμα της πάνω στο κορμί του. Που θα μπορούσε να μείνει ξύπνιος όλη τη νύχτα για να την δει να αναπνέει, να κάνει σχέδια για το μέλλον τους μαζί. «Ναι λοιπόν», σκέφτηκε πίνοντας ακόμα μια γουλιά από τον ποτό που τον είχε συνοδεύσει σε πολλές δύσκολες στιγμές της ζωής του. «Το έχω νιώσει.».
Και μόνο η σκέψη πως όλο αυτό ήταν κάποτε η πραγματικότητά του ήταν ικανή να τον κάνει κομμάτια. Το είχε μέσα στα χέρια του, και το έχασε. Ή βασικά, του το στερήσανε..
Θα ένιωθε, άραγε, τόσο δυνατά συναισθήματα για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο στη ζωή του..

Ο χρόνος θα έδειχνε μόνο.. Και πόσο τον πονούσε αυτή η αναμονή..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου