Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Λύτρωση



Βρίσκομαι σε μια χώρα όπου η νύχτα πέφτει γύρω στις 11 το βράδυ και ο ήλιος ανατέλλει στις 3μιση το πρωί. Μου κάνει τόση εντύπωση, που το σώμα μου δεν μπορεί να συνηθίσει αυτήν την διάρκεια της ημέρας.. Ξυπνάω όταν είναι 5 το πρωί και αισθάνομαι πως είναι 12 το μεσημέρι, η ώρα πηγαίνει 10 το βράδυ και αισθάνομαι σαν να είναι 7 το απόγευμα. 

Με τον ίδιο τρόπο, όμως, έχει αλλάξει η ζωή μου. Κάποια πράγματα που κάποτε ήταν τυλιγμένα στο σκοτάδι, πλέον βρίσκονται στο φως. Ενώ βρίσκομαι στην αρχή της ζωής μου, αισθάνομαι πως έχω τραβήξει έναν πολύ μεγάλο και σκληροτράχηλο δρόμο. Η μεταφορά αυτή μπορεί να φαντάζει παράξενη, αλλά είναι γεγονός πως έτσι αισθάνομαι. Όπως είναι γνωστό, όμως, άλλο το πώς νιώθεις και άλλο το πως σκέφτομαι. Σκέφτομαι πως η ζωή μου ήταν σκληρή, αλλά είμαι περήφανος για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκα μέσα σε αυτήν. Είμαι 20 χρονών, και έχω μαζέψει εμπειρίες που μερικοί δεν μαζεύουν παρά μέχρι τα 40 τους, ή και ποτέ.

Αλλά όσο ενδιαφέρον και να είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το συνονθύλευμα με έχει διαμορφώσει σε αυτό που αντικρίζω όταν κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη, δεν μπορεί παρά να έρχεται με κάποιο τίμημα. Και όμως, υπάρχει. Μπορεί να είμαι μόνο 20, αλλά σίγουρα το μυαλό μου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική μου ηλικία. Και αυτή η ασυμφωνία ψυχής και σώματος με κάνει ανά καιρούς να αισθάνομαι κουρασμένος, φθαρμένος, εκτός τόπου και χρόνου. Και ένα μέρος της αίσθησης αυτής προέρχεται από το γεγονός ότι δεν μπορώ να μοιραστώ την εμπειρία αυτής της φθοράς με τα κοντινά μου άτομα, γιατί δεν θα καταλάβουν. Τα βιώματά μας μας χωρίζουν. Φυσικά και είναι και θα είναι δίπλα μου, όπως και θα είμαι και εγώ δίπλα σε αυτά. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Οι περισσότεροι δεν έχουν βιώσει την αγωνία της επιβίωσης με τον τρόπο που την βιώνω εγώ, γιατί απλά δεν είχαν αυτές τις εμπειρίες που σε σπρώχνουν στην άλλη άκρη της γραμμής, και θέλεις/δεν θέλει μεγαλώσεις, ωριμάζει, αλλάζεις.

Αλλά εκείνη η στιγμή που -ευτυχώς ή δυστυχώς- θα αντιμετωπίσουν κάποια από τα πράγματα που τόσο 'απλόχερα' μου χάρισε η ζωή, θα είμαι εκεί για να τους δείξω πως δεν είναι μόνοι σε αυτό γιατί ξέρω ακριβώς το τι περνάνε.

Και έτσι θα έρθει η λύτρωσή μου.

Αμήν...




Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Ανασκόπηση συναισθημάτων (erasmus)


Αυτές τις ημέρες με πιάνει συχνά ένας κόμπος στο στομάχι. Μια αίσθηση μελαγχολίας έχει κάνει μόνιμη κατοικία της το στήθος μου και μου το υπενθυμίζει σε κάθε ανάσα που παίρνω. Μόλις σήμερα συνειδητοποίησα το γιατί.

Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός: μου λείπει η Αθήνα.

Δεν θα μπορούσα να είμαι παραπάνω ευτυχισμένος από την απόφασή μου να πάω erasmus στο εξωτερικό. Το να περάσω 10 μήνες σε μια χώρα ολότελα διαφορετική από την Ελλάδα μου έδωσε την ευκαιρία να ανοίξω το μυαλό μου, να προβληματιστώ για ό,τι είχα μάθει μέχρι σήμερα, να ενοχληθώ από την αντίληψη που μου είχαν φυτέψει στο μυαλό ότι δεν μπορώ να είμαι φίλος με άτομα από την Τουρκία ή τα Σκόπια γιατί έχουμε διαφορετικές πολιτικές θέσεις. Έμαθα να εκτιμώ την γαλήνη που σου προσφέρει ένα μεγάλο ποτάμι να ρέει στο κέντρο της πόλης, το να ξαπλώνεις στο γρασίδι με φίλους που δεν ξέρεις πότε θα ξαναδείς και γι'αυτό μαθαίνεις να εκτιμάς κάθε στιγμή μαζί τους. Ναι. Έμαθα να εκτιμώ τις μικρές στιγμές, αυτές που υπάρχουν για λίγο αλλά σε σημαδεύουν για πολύ καιρό.

Δέκα μήνες στην Λιθουανία. Παράλληλα ταξίδια σε όλη την ανατολική Ευρώπη, που τόσο λίγα μαθαίνουμε γι'αυτήν στο σχολείο. Άνθρωποι που κουβαλάνε βαρύ ακόμα το φορτίο της Σοβιετικής εποχής, τόσο στης ψυχή τους, όσο και στην νοοτροπία τους. Ξενοφοβία, ομοφοβία... γενικά φοβία προς το διαφορετικό, το ξένο, το 'όχι από εδώ'. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα εκείνης της κυρίας όταν μίλαγα στα ελληνικά στο κινητό μου μέσα στο λεωφορείο, ή τα παιδιά στον κεντρικό δρόμο που κορόιδευαν την JiYoung επειδή ήταν σχιστομάτα.

Αυτή η χρονιά με έχει αλλάξει, όσο καμία άλλη μέχρι τώρα στην ζωή μου. Μέσα σε δέκα μήνες βίωσα την ευτυχία, τον έρωτα, τον θάνατο, την έλλειψη ευθυνών και βάρους, τα όριά μου, και ικανότητες που ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αποκτήσω. Πλέον έχω φίλους στις 4 άκρες του κόσμου, που θα με περιμένουν να επισκεφτώ την οικογένειά τους, το σπίτι τους, την κουλτύρα τους. Δεν θα μπορούσα να αισθάνομαι πιο ευλογημένος...

Και τώρα όλα πλησιάζουν στο τέλος. Εικοσιοχτώ ημέρες έχουν απομείνει προτού επιβιβαστώ στο αεροπλάνο, και πω Viso Gero στην Λιθουανία, στο Βίλνιους, στην εστία μου στην Olandu Gatve, στους φίλους μου και στο erasmus...

Και αισθάνομαι όλο και πιο έτοιμος να γυρίσω στην χώρα που όλοι μισούμε να αγαπάμε, και αγαπάμε να μισούμε.

Έρχομαι. :)
___________________________________________________
Σήμερα είναι άλλη μία από τις κλασσικές μέρες που θα έπρεπε να διαβάσω, αλλά πολύ απλά είναι αδύνατο. Ξεκίνησα, λοιπόν, να άνω ένα ξεκαθάρισμα σε κάποια παλιά αρχεία που έχω στον υπολογιστή μου. Ανακάλυψα, λοιπόν, ένα αρχείο WORD που μου είχε στείλει ένα φίλος πριν από μισό χρόνο.

Ο Δ. λοιπόν, μου έστειλε το κείμενο αυτό που μιλούσε για τον έρωτα που βίωνε με τόσο γλυκά λόγια, αλλά και τον πόνο του χωρισμού, που μπορεί να κάνει πολλούς να ζηλέψουν την καθαρότητα που είχε η ματιά του στον κόσμο. Διαβάζοντάς το, όμως, αυτό που μου έκανε εντύπωση παραπάνω από ό,τι περίμενα είναι το πόσο φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το στυλ που γράφω και εγώ κείμενα στο ιστολόγιό μου. Το ξέρω πως διαβάζει τα κείμενά μου από τότε που τον γνώρισα, δεν μπορούσα όμως ποτέ να φανταστώ το πόσο θα μπορούσε ένα κείμενο που έραψα σε κατάσταση οίστρου να επηρεάσει έναν άλλον άνθρωπο, έναν φανταστικό μου φίλο. Νιώθω κάτι παραπάνω από ευγνωμοσύνη που μοιράστηκε μαζί μου αυτήν του την αλήθεια. Σε ευχαριστώ.

Συναντηθήκαμε στον σταθμό νωρίς το απόγευμα, με ξενάγησες, ήπιαμε τσάι δίπλα στη θάλασσα, και φάγαμε πίτσα μαργαρίτα (που δεν ήθελα). Δε σταματούσαμε να μιλάμε. Για τις οικογένειες μας, τη ζωή μας, τα όνειρα μας.  Συζητήσεις που χαμε ξανακάνει διαδικτυακά, αλλά πλέον ήταν διαφορετικά. Καθίσαμε στις κούνιες αργά το απόγευμα με τη δύση του ήλιου. Φαινόταν και το φεγγάρι. Σου μίλησα για το φεγγάρι, πολύ. Και μετά ήρθε το πρώτο φιλί, μαζί με το πρώτο λουλούδι, και την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούμε. Περιμέναμε στον σταθμό να φύγει το τρένο (Όπως και τη τελευταία μέρα που σε είδα) και μου κράταγες το χέρι. Με θλίβουν τα τρένα, οι σταθμοί. Η αναμονή όταν θέλεις να γίνει παντοτινή και συνάμα τη μισείς. Το σφύριγμα για την επιβίβαση και η τελευταία ματιά που ρίχνεις σαν να προσπαθείς να παγώσεις τον χρόνο.. Και να μείνεις για πάντα εκεί. Εκείνο το απόγευμα του Απρίλη.