Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Tarnation

I am scared of letting myself go to talk about anything right now. I don't know if it's because I am a grown-up now, that people tell me things like Why do you always look so worried? or Why do you have such stress in your face? or How come you can't get a sentence out now? or What the hell is wrong with you? 

Όταν ήμουν έφηβος, τις ερωτήσεις αυτές τις έκανα και εγώ στο εαυτό μου, αλλά και οι άλλοι σε εμένα. Ήμουν τόσο αγχωμένος, τόσο φοβισμένος. Είχα προσπαθήσει να πάρω την μητέρα μου στους ώμους μου γα να την βοηθήσω, αλλά όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά όντας δεκατριών και δεκαπέντε ετών. Όλες αυτές οι σκέψεις ξεκίνησαν μόλις τελείωσα την ταινία Tarnation (2003), η οποία ουσιαστικά αποτελεί αυτοβιογραφία ενός άνδρα, ο οποίος από τα έντεκά του χρόνια τραβούσε με την κάμερά του πλάνα από την ζωή του. Τι είναι τόσο ιδιαίτερο στην ζωή του, ώστε να γυρίσει ταινία σχετικά με αυτόν; Η μητέρα του.

Η μητέρα του είναι σχιζοφρενής. Δεν γίνεται κατανοητό αν είχε την προδιάθεση ή αν οι επιλογές των γονιών της την οδήγησαν σε εκείνο το σημείο, αλλά αυτή η ταινία αποτελεί φόρο τιμής σε μια γυναίκα που από δυναμική και ευτυχισμένη κατέληξε εγκεφαλικά παράλυτη.

Δεν μπορώ καν να ξεκινήσω να κάνω παραλληλισμούς αυτής της ταινίας με την ζωή μου. Δυστυχώς, ταυτίζομαι με τον πρωταγωνιστή σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Αλλά δεν αισθάνομαι να έχω τις αντοχές να τα γράψω όλα.

Καληνύχτα κόσμε.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

63 ημέρες...

Ήταν 5 Νοεμβρίου όταν γύρισα στην Αθήνα. Την προηγούμενη νύχτα με είχε πάρει τηλέφωνο ο πατέρας μου...Ξεκίνησε λέγοντας "Έχω κάποια άσχημα νέα....", και τότε μου το είπε. Τόσο απλά. Το πρώτο εκείνο βράδυ που γύρισα, συναντηθήκαμε ο αδερφός, ο πατέρας και εγώ... Οι άντρες της οικογένειας, μέσα στην σιωπή μας πήγαμε στην παραλία και καθίσαμε σε ένα ταβερνάκι. Ο αέρας και η απεραντοσύνη του πελάγους δεν μου έλεγαν τίποτα. Ξαφνικά είχα βρεθεί στην Αθήνα, χωρίς να το καταλάβω... Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να δακρύζει, να κλαίει.. Κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα από μακριά, τα χρώματα να πλημμυρίζουν τον ουρανό που είχα τόσο καιρό να δω χωρίς σύννεφα.. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα, σαν όλα να ήξεραν τι είχε συμβεί και το πώς αισθανόμουν..


63 ημέρες έχουν περάσει... Δεν ξέρω τι αισθάνομαι, και πώς 'πρέπει' να αισθάνομαι. Αυτό είναι το πρόβλημά μου. Καθώς όλα αυτά έγιναν όσο ήμουν (και είμαι μέχρι το καλοκαίρι) στο εξωτερικό για μία από τις πιο θετικές εμπειρίες της ζωής μου, αισθάνομαι πως δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα το τι έχει συμβεί. Έχω κλάψει. Έχει κοπεί η ανάσα μου και το σφίξιμο στο στομάχι μου πάει και έρχεται. Οι μελαγχολία είναι συχνή, και αισθάνομαι τρομερά μόνος ακόμα και όταν είμαι περιτριγυρισμένος από πολλά άτομα...

Το σώμα φαίνεται πως ξέρει τι συμβαίνει. Εγώ, όμως, αισθάνομαι πως έχω μπλοκάρει τον εαυτό μου. Θέλω να φωνάξω, να τα βροντήξω όλα, να μην ασχοληθώ με τίποτα, να μην μιλήσω σε κανέναν, να απαλλαγώ από όλα τα υλικά αγαθά και απλά να είμαι. Να υπάρχω. Αυτή η ύπαρξη να μην έχει όρια, περιορισμούς, και χαρακτηρισμούς. Απλά να είμαι. Δεν ξέρω αν βγάζει νόημα όλο αυτό που λέω.... αλλά αισθάνομαι πως όσο το χρειάζομαι, άλλο τόσο δεν μπορώ να το αποκτήσω. Αισθάνομαι να πνίγομαι, και ξέρω πως 10 λεπτά αφού τελειώσω το γράψιμο αυτό, το συναίσθημα θα υποχωρήσει και πάλι στα ενδότερα της ψυχής μου και θα κρυφτεί. Και εγώ θα μείνω πάλι με το κενό.

Θέλω να φωνάξω, αλλά δεν μπορώ.
Θέλω να τα βροντήξω όλα, αλλά φοβάμαι.
Θέλω να μην σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ ΠΑΡΆ να σκέφτομαι..

Φοβάμαι.. Αλλά δεν έχω σε ποιον να το εκφράσω. Δεν θα με καταλάβουν οι φίλοι μου. Όσο και να με υποστηρίζουν, αυτός ο πόνος είναι κάτι που δεν ξέρουν και που εύχομαι να μην μάθουν..

Πονάω.. Αυτή τη στιγμή έχει μουδιάσει ολόκληρο το σώμα μου, όπως ακριβώς και εκείνη την ημέρα της κηδείας. Δεν μπορούσα να σταθώ, το στομάχι ήταν κόμπος και όλο το σώμα ήταν τόσο μουδιασμένο που δεν μπορούσα να ελέγξω καμία κίνησή μου..

Θέλω να μιλήσω, αλλά δεν ξέρω ποιος θα με καταλάβει.. Πού πάω; Τι με περιμένει; Ερωτήματα σαν αυτά φάνταζαν να έχουν συγκεκριμένες απαντήσεις μέχρι και πολύ πρόσφατα.. Ακόμα καλύτερα, δεν με απασχολούσαν όσο τώρα, γιατί είχα την προστασία πάνω από το κεφάλι μου. Ξαφνικά βρέθηκα εκτεθειμένος σε όλα τα βλήματα της ζωής, σαν να βρέθηκα ξαφνικά στο διάστημα χωρίς σκάφανδρο και εκτεθειμένος σε μια ηλιακή καταιγίδα.

Ώρες ώρες με χτυπάει η σκέψη "Η μαμά πέθανε". Άλλες φορές την διώχνω ως κάτι το ανούσιο και το χαζό, δεν την παίρνω στα σοβαρά. Άλλες φορές όμως, αρχίζω και σκέφτομαι όλα εκείνα τα μικρά πράγματα. Το χαμόγελό σου. Την μουσική σου. Τον εκνευριστικό τρόπο να στρίβεις το τσιγάρο σου. Την εποχή που προσπαθούσα να σε μάθω να παίζεις XBox. Το παιχνίδι της μπιρίμπας που ποτέ δεν θα ολοκληρώσουμε. Τα άγχη σου, αλλά και τα δείπνα μας στο μπαλκόνι με τα κεριά και την μυρωδιά από το νυχτολούλουδο να μας σπάει την μύτη.. 


Τις ημέρες των διακοπών αρχίζαμε να αδειάζουμε το σπίτι μας, το δωμάτιό σου. Μου φαίνεται αδιανόητο πώς το σπίτι αυτό δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Ποτέ δεν θα έχει την ζεστασιά και την γαλήνη που είχε κάποτε. Δεν θα ξανακάτσουμε ποτέ με μουσική να παίζει, εγώ να πίνω το τσάι μου και να διαβάζω το βιβλίο μου στο πάτωμα του σαλονιού, και εσύ να λύνεις σταυρόλεξα...


Ό,τι και να πω είναι λίγο.. Τίποτα γραπτό δεν θα μπορέσει ποτέ να εκφράσει τον πόνο που έχω μέσα μου..